- ἐπαινετῆι
- ἐπαινετῇ , ἐπαινετέωpres subj mp 2nd sgἐπαινετῇ , ἐπαινετέωpres ind mp 2nd sgἐπαινετῇ , ἐπαινετέωpres subj act 3rd sgἐπαινετῇ , ἐπαινετόςto be praisedfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.